ασυγχρόνιστος

ασυγχρόνιστος
η , ο [ος , ον ]
1) отсталый, несовременный; немодернизированный; 2) неодновременный, несинхронный; 3) рассматриваемый в отрыве от эпохи, вне исторической обстановки (о событии и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ασυγχρόνιστος" в других словарях:

  • ασυγχρόνιστος — η, ο [συγχρονίζω] 1. αυτός που δεν είναι συγχρονισμένος, που δεν γίνεται συγχρόνως με κάτι άλλο 2. ο αναχρονιστικός 3. ασύγχρονος …   Dictionary of Greek

  • ασυγχρόνιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι συγχρονισμένος, προσαρμοσμένος στο πνεύμα της εποχής, οπισθοδρομικός: Η νομοθεσία της χώρας μας σε πολλά σημεία μένει ασυγχρόνιστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθυστερημένος — η, ο 1. ασυγχρόνιστος, μη φιλοπρόοδος, οπισθοδρομικός: Ορισμένοι άνθρωποι είναι πολύ καθυστερημένοι. 2. αργοπορημένος: Πάλι καθυστερημένος έρχεσαι στο σχολείο σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»